σέμπρος

σέμπρος
ο, Ν
επίμορτος καλλιεργητής, αυτός που καλλιεργεί ξένα κτήματα ή εκτρέφει ξένα ζώα με σύμβαση που τού εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, κολήγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. sebrŭ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σέμπρος — ο (λ. σλαβ.), συνέταιρος γεωργού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • сябер — род. п. сябра сосед; товарищ; пайщик, соучастник , ряз., псковск. (Даль), член общины с правом голоса , курск. (Даль), укр. сябер, род. п. бра, сябро, род. п. а участник, издольщик , блр. сябр родственник, брат, товарищ (Носович), др. русск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… …   Dictionary of Greek

  • σεμπρεύω — Ν [σέμπρος] γίνομαι σέμπρος κάποιου, είμαι επίμορτος καλλιεργητής, καλλιεργώ τα κτήματα ή βόσκω τα ζώα του με σύμβαση που μού εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, είμαι κολήγος …   Dictionary of Greek

  • γαιομισθωτής — ο αυτός που αναλαμβάνει την καλλιέργεια γαιών έναντι μισθώματος, ο σέμπρος …   Dictionary of Greek

  • γεώμορο — και γήμορο, το (Μ γεώμορον και γήμορον) [γεωμόρος] το ποσοστό τής συγκομιδής το οποίο δίνει ως μίσθωμα ο καλλιεργητής (σέμπρος) στον ιδιοκτήτη αγρού ή κτήματος …   Dictionary of Greek

  • επίμορτος — η, ο (AM ἐπίμορτος, ον) 1. περιοχή που καλλιεργείται με τον όρο να παίρνει ο καλλιεργητής προσυμφωνημένο μέρος τής σοδειάς 2. ως ουσ. ο καλλιεργητής που αναλαμβάνει να εργαστεί σε ξένη περιουσία και να πάρει μέρος τής παραγωγής, ο κολλήγος, ο… …   Dictionary of Greek

  • σεμπριά — η, Ν [σέμπρος] επίμορτη καλλιέργεια, καλλιέργεια κτήματος ή εκτροφή ζώων από σέμπρο, κοληγιά …   Dictionary of Greek

  • σεμπρικός — ή, ό, και σέμπρικος, η, ο, θηλ. και ιά, Ν [σέμπρος] (για κτήματα ή βοσκήματα) αυτός που έχει δοθεί σε σέμπρο για καλλιέργεια ή εκμετάλλευση, επίμορτος …   Dictionary of Greek

  • sấmbră — sîmbră ( re), s.f. – Asociaţie, societate, companie. sl. sŭmbrŭ tovarăş (Miklosich, Fremdw., 125; Tiktin; Byhan 230), cf. mag. szimbra societate . – Der. simbrie (var. sîmbrie), s.f. (Trans., Mold., asociaţie de ţărani, pentru lucrarea pămîntului …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”